“Νυχτερινή Περίπολος “

Νυχτερινή Περίπολος
Rebrandt (1642)




Το 1638 ολοκληρώθηκε το νέο κτήριο του Δημοτικού Μεγάρου Κλοβενίρσντουλεν (Cloveniersdoelen ),Έδρα της Πολιτοφυλακής του Άμστερνταμ. Έξι καλλιτέχνες, μεταξύ των οποίων ο Ρέμπραντ φαν Ράιν , κλήθηκαν να φιλοτεχνήσουν έξι πίνακες με θέμα την απεικόνιση ομάδων της πολιτοφυλακής , που θα κοσμούσαν τη μεγάλη αίθουσα υποδοχής του πρώτου ορόφου. Το 1642 , ο Ρέμπραντ παρέδωσε το επιβλητικότερο και ίσως διασημότερο έργο του, γνωστό από τις αρχές του 19ο και εφεξής, ως Νυχτερινή Περίπολος. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ρόλος της Πολιτοφυλακής αναδεικνυόταν καίριος για την προάσπιση της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας της Δημοκρατίας ( της συνένωσης των προτεσταντικών βόρειων επαρχιών των Κάτω Χωρών οι οποίες, υπό τον Γουλιέλμο της Οράγγης, αποσχίστηκαν το 1588 από την Ισπανική Αυτοκρατορία και ίδρυσαν μια νέα Δημοκρατία, της οποίας η ανεξαρτησία αναγνωρίστηκε από την Ισπανία το 1648 , με την υπογραφή της Συνθήκης του Μίνστερ), με αποτέλεσμα τα μέλη της να κατέχουν αξιοσέβαστη θέση στην κοινότητα.
Η πλειοψηφία των προσώπων που απεικονίζονται προέρχονταν από τη συνοικία των υφασματεμπόρων του Άμστερνταμ. Επικεφαλής των μελών της πολιτοφυλακής εμφανίζονται ο λοχαγός Φράνσις Μπάνινγκ Κοκ και ο υπολοχαγός Βίλεμ Βαν Ρέιτενμπερχ , ενώ ο πίνακας πληρώθηκε από 16 από τους εικονιζόμενους , που χρεώθηκαν ανάλογα με τη θέση τους στην ζωγραφικό χώρο. Στο λεύκωμα του Κοκ , «Άρχοντα του Πούρμερλαντ και του Ίλπενταμ», υπάρχει ένα «αντίγραφο» του πίνακα με το εξής σημείωμα « Σχέδιο του πίνακα στη μεγάλη αίθουσα του (Cloveniersdoelen ) Έδρα της Πολιτοφυλακής, όπου ο νεαρός άρχων του Πούρμερλαντ, ως λοχαγός , δίνει εντολή στον υπολοχαγό του , τον άρχοντα του Vlaerdingen ,να ετοιμάσει το λόχο του για περιπολία. Ο πίνακας δεν αναφέρεται με άλλο τίτλο. Ο Ρέμπραντ μετά τη διαμαρτυρία ορισμένων από τα εικονιζόμενα πρόσωπα , προσέθεσε μια οβάλ πλάκα με τον κατάλογο των ονομάτων τους και την τοποθέτησε στη δεξιά γωνία της αψιδωτής στοάς.
Ο Ρέμπραντ δίνει περισσότερη έμφαση στην απόδοση του συνόλου και της συλλογικής δράσης, στη διαχείριση των λεπτομερειών, που ενίοτε προσλαμβάνουν συμβολικές διαστάσεις, στην εύγλωττη έκφραση των προσώπων, στη λακωνικότητα της χειρονομίας, που όμως δεν περιορίζει την ευρεία γκάμα της κίνησης και τη σύλληψη του «στιγμιαίου». Στον πίνακα παρατηρείται μια φωτογραφική σχεδόν απεικόνιση της δράσης, όπως τη συλλαμβάνει το μάτι το καλλιτέχνη εκείνη τη δεδομένη στιγμή, η οποία εξαίρεται τόσο από την εναλλαγή γρήγορων (π.χ το αγόρι που τρέχει , ή το ταχύ βήμα του λοχαγού και του υπολοχαγού) και των αργών κινήσεων των ομιλητών ή των πιο στατικών μορφών του σημαιοφόρου και των άλλων σχολιαστών των δρωμένων, όσο και από τη χρήση του φωτισμού, που χαρακτηρίζεται για τη διαδοχή φωτεινών και σκοτεινών σημείων, την υποτονικότητά του και την επιλεκτική ανάδειξη φιγούρων.
Η δομή της ζωγραφικής επιφάνειας είναι «ανοιχτή» , ενώ οι πυκνές , τεμνόμενες ευθείες ,οι κάθετες και οριζόντιες γραμμές πολλαπλών , διαφορετικών κατευθύνσεων , ακόμη και οι αόρατες στον θεατή γραμμές, οι προεκτάσεις των αποδιδόμενων γραμμών, αλλά και η ύπαρξη ορθογώνιων, ελλειψοειδών τόξων και σπειροειδών φορμών, αν και δεν καλύπτουν ολόκληρο το χώρο ,υποδεικνύουν ότι αρχικός στόχος του καλλιτέχνη ήταν η δημιουργία μιας σύνθεσης βασισμένης στη γεωμετρικότητα , ένα σχέδιο που δεν υλοποιήθηκε. Αυτό που πέτυχε ο Rebrandt ήταν ο συγκερασμός των οικείων του μεθόδων και τεχνοτροπικών χαρακτηριστικών στην απεικόνιση μιας ζωντανής ιστορικής πηγής για την πορεία και την ταυτότητα της Ολλανδίας.

This Post Has One Comment

  1. Πάτροκλος

    Χριστίνα μου καλορρίζικο σου εύχομαι και να σαι πάντα καλά και δυνατή να μας τροφοδοτείς τις ψυχές μας!!!
    <3

Αφήστε μια απάντηση