Του μέλλοντος οι μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας σα μια σειρά κεράκια αναμμένα- χρυσία, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.
Οι περασμένες μέρες πίσω μένουν, μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων· τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη, κρύα κεριά, λιωμένα και κυρτά.
Δεν θέλω να τα βλέπω˙με λυπεί η μορφή των. και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι. Εμπρός κυττάζω τ’ αναμμένα μου κεριά.
Δεν θέλω να μη διώ και φρίξω τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει, τι γρήγορα που τα σβηστά κεριά πληθαίνουν.