«Δούλες» του Ζαν Ζενέ στο Θέατρο Τέχνης
F.W Hegel: «Ο ρόλος του κυρίου είναι μία κούφια έννοια χωρίς ένα σκλάβο να δίνει νόημα στο ρόλο του».
Το έργο εκτυλίσσεται στην πολυτελή οικία μιας εύπορης γυναίκας , έναν εσωτερικό χώρο που λειτουργεί ως μοναδικό πεδίο δράσης και συγχρόνως τόπος εγκλεισμού για τις δύο υπηρέτριές της, Κλαιρ και Σολάνζ. «Το δωμάτιο της Κυρίας. Έπιπλα Λουί-Κενζ. Ταντελένιες κουρτίνες». Οι δύο «δούλες» επιδίδονται σε ένα επαναλαμβανόμενο παιχνίδι ρόλων(Jeu des Rôles) και εναλλαγής προσωπικοτήτων στα πλαίσια ενός σταθερού πάντα σχήματος, οργανικά μέρη του οποίου είναι οι χαρακτήρες της Κυρίας και της μίας εκ των δύο υπηρετριών της. Άλλωστε, όπως λέει χαρακτηριστικά η Κλαίρη: «Κλαίρη ή Σολάνζ, το ίδιο κάνει…» υπογραμμίζοντας την οπτική της αντανάκλασης, του μοτίβου του καθρέπτη, μέσα από την οποία αντιλαμβάνονται την εικόνα και τα ιδιαίτερα ταξικά χαρακτηριστικά τους, που τους προκαλούν αποστροφή γιατί τους υπενθυμίζουν με ευλαβική και ανελέητη συνέπεια την πηγή της υπαρξιακής τους τραγωδίας, η οποία συνίσταται στην τοποθέτησή τους στο κατώτατο στρώμα της κοινωνικής πυραμίδας και συνεπάγεται την ανωνυμία, την ισοπέδωση της ατομικότητας και την απαξία του οικονομικά ασθενούς και περιθωριοποιημένου ατόμου: «Βαρέθηκα να βλέπω την εικόνα μου σ’ έναν καθρέφτη που μου πετάει κατάμουτρα την αντανάκλασή της σαν κακοσμία. Είσαι η κακοσμία μου». Οι δύο γυναίκες,- στο πρόσωπο των οποίων εκπροσωπείται η τάξη των υπηρετών, των χειρωνάκτων εν γένει,- αλλά και σε συμβολικό επίπεδο όλων των υποτελών μελών μιας οποιασδήποτε προσωπικής διασύνδεσης, αποκτούν οντότητα και ταυτότητα μόνο γιατί εντάσσονται στο προσωπικό της Κυρίας τους, με την οποία τις συνδέει μια σχέση αγάπης και μίσους, που ενίοτε προσλαμβάνει φετιχιστικές διαστάσεις, καθώς εκείνη ενσαρκώνει τα πρότυπα που αδυνατούν να κατακτήσουν. Κλαίρη ως Κυρία:»Μην ξεχνάς ότι χωρίς εμένα, εσύ δε θα ήσουν τίποτε!Πώς να στο πω. Αν δεν ήμουν εγώ να φωνάζω, να ανεβοκατεβαίνω και να προστάζω, εσύ δε θα ήσουν τίποτα, το καταλαβαίνεις;Τίποτε!Χωρίς την Κυρά, δούλα δεν υπάρχει. Γι’ αυτό στο τέλος κάθε μικρού δρωμένου οι «δούλες» εξεγείρονται και δολοφονούν την Κυρία τους, ενώ κατά τη διάρκεια μιας ακόμη θεατρικής πράξης, η Κλαίρη πίνει το δηλητηριασμένο τίλιο που προοριζόταν για την εργοδότριά της, προσδίδοντας στην αυτοχειρία της το χαρακτήρα της επανάστασης απέναντι στο κατεστημένο και του εικονικού αφανισμού των έμψυχων θεμελιακών δομών του, ενώ ταυτόχρονα της δίνει τη δυνατότητα της οριστικής διαφυγής από τον ψευδαισθητικό και περιχαρακωμένο, γύρω από τη μορφή της Κυρίας τους, πλασματικό κόσμο, απεμπολώντας με κάθε τραγική επισημότητα την ελπίδα να αναρριχηθεί κοινωνικά και να προσεγγίσει το αντικείμενο της λατρείας της.
Η σκηνοθετική προσέγγιση της Μαριάννας Κάλμπαρη, η οποία υποδυόταν επίσης τον ρόλο της Κυρίας είχε αρκετά ενδιαφέροντα στοιχεία, ενώ αναδείχθηκε σαφώς από την ερμηνεία των δύο πρωταγωνιστριών, Κάτιας Γέρου και Κωνσταντίνας Τσάκαλου, η εκφορά του λόγου, ο τόνος, το ύφος και οι χειρονομίες των οποίων εναρμονίζονταν πλήρως με τους κοινωνικούς ρόλους που ενσάρκωναν σε κάθε μικρό παραστατικό τους δρώμενο. Η ανάγνωση από την ίδια κάποιων σκηνοθετικών οδηγιών κατά την έναρξη της παράστασης, συνετέλεσε στην ομαλή εισαγωγή στο κλίμα του έργου και στις γενικές αρχές του φιλοσοφικού συστήματος του Jean Genet που το διατρέχουν. Παράλληλα, μεταφέροντας την περιγραφή του σκηνικού στη σύγχρονη εποχή εξαίρει τη διαχρονικότητα του βασικού νοηματικού άξονα του κειμένου, την τραγική μοναξιά του ατόμου, που καταφεύγοντας σε ένα ψευδαισθητικό κόσμο, αλλοτριώνεται, με αποτέλεσμα την αποστασιοποίησή του από τον πυρήνα του Είναι του, αλλά και από ένα κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο βιώνει την περιθωριοποίηση και την καταπίεση από τα ανώτερα στρώματά του. Ένα ακόμη σημείο στο οποίο αξίζει να σταθεί ο θεατής είναι η ποικιλότροπη αξιοποίηση του κυρίαρχου σκηνικού αντικειμένου, ενός τραπεζιού, που χρησίμευε ταυτόχρονα ως έπιπλο τραπεζαρίας, κρεβάτι της κυρίας κατά τις αναπαραστάσεις τους, καθρέφτης και τέλος ως νεκρικό κρεβάτι-φορείο της Κλαίρης συμβάλλοντας στη διασφάλιση της σκηνικής οικονομίας και στη συγκέντρωση του θεατή στη σκηνική δράση και στα μηνύματα που στέλνουν οι χειρονομίες και η εμφατική απόδοση των λεκτικών σημαινόντων. Συνοψίζοντας, το συνολικό εγχείρημα έδωσε ένα ικανοποιητικό αισθητικό αποτέλεσμα και απέδωσε το απόσταγμα του νοητικού κόσμου του Ζενέ, χωρίς ρητορικές εξάρσεις.
Χριστιάνα Οικονόμου
Απόφοιτος του Τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης του ΕΚΠΑ.- Κάτοχος Mphil Θεατρικές Σπουδές.