Στο παρακάτω άρθρο επιχειρείται μία σύντομη παρουσίαση του δικαστικού συστήματος της πόλης –κράτους της Αθήνας του 5ου αι. πΧ ( Α’μέρος) καθώς και καταγραφή πληροφοριών αναφορικά με τους θεράποντές του και τις λειτουργικές του διαδικασίες, που σταχυολογούνται από τις έντεκα σωζόμενες κωμωδίες του Αριστοφάνη και κυρίως τους Σφήκες(Β’μέρος).
Α’Μέρος
Στον αρχαίο κόσμο, η απονομή της δικαιοσύνης ήταν αποκλειστικά βασιλικό προνόμιο . Στις περιγραφές του Ομήρου και του Ησιόδου , οι βασιλείς κρατώντας το σκήπτρο βγάζουν τις δικαστικές αποφάσεις (Θέμιστες). Στην Αθήνα του χρυσού αιώνα του Περικλέους, το δικαίωμα απονομής δικαιοσύνης περιήλθε στο λαό. Η δικαιοσύνη συγκαταλεγόταν στις υποχρεώσεις των δημόσιων λειτουργών της Αθήνας ,ασκείτο όμως και από ιδιώτες, κυρίως στα λαϊκά δικαστήρια της Ηλιαίας, ενώ οι αρμοδιότητες του Άρειου Πάγου περιορίστηκαν στην εκδίκαση υποθέσεων φόνου εκ προμελέτης, τραυματισμών που αποσκοπούσαν στην πρόκληση θανάτου , δηλητηριάσεων και εμπρησμού σε κατοικημένο σπίτι. Οι πενήντα ένας Εφέται ( δικαστές για ποινικά αδικήματα)χωρίζονταν σε τρία δικαστήρια: Το Παλλάδιον ,που εκδίκαζε υποθέσεις φόνου εξ’ αμελείας και ηθικής αυτουργίας σε ανθρωποκτονία, και επέβαλε την ποινή της προσωρινής εξορίας , χωρίς δήμευση της περιουσίας του δράστη. Το Δελφίνιον, που προχωρούσε σε δίκη του κατηγορούμενου, αν ο επιφορτισμένος με την προανακριτική διαδικασία Άρχων Βασιλεύς έκρινε πως η ανθρωποκτονία ήταν νόμιμη ή συγχωρητέα και τέλος το εν Φρεαττοί (στη Φρεαττύδα)δίκαζε εκείνους, οι οποίοι όντας εξοβελισμένοι για φόνο εξ’ αμελείας , είχαν εν τω μεταξύ διαπράξει μία νέα δολοφονία εκ προμελέτης. Ο κατηγορούμενος μιασμένος ακόμη από τον προηγούμενο φόνο, απαγορευόταν να εισέλθει στο αττικό έδαφος και έτσι υπεράσπιζε τον εαυτό του μέσα σε μια βάρκα ενώπιον των δικαστών που είναι καθισμε΄νοι στην ακτή. Η Ηλιαία αποτελείται από 6000 δικαστές (ηλιαστές). Κάθε χρόνο οι εννέα άρχοντες μαζί με το γραμματέα τους κλήρωναν 600 ονόματα από κάθε μία από τις δέκα φυλές από τον κατάλογο που είχαν συντάξει οι δήμοι ανάλογα με τον πληθυσμό τους, στους οποίους είχε τη δυνατότητα να εγγραφεί κάθε πολίτης που έχει συμπληρώσει το τριακοστό έτος της ηλικίας του και δεν έχει στερηθεί τα πολιτικά του δικαιώματα (ατιμία).
Οι συνεδριάσεις της Ηλιαίας γίνονταν την αυγή και οι ηλιαστές παρουσιάζονταν στην είσοδο των δικαστηρίων που είναι καθορισμένα για τη φυλή τους, με την «ταυτότητα» του Ηλιαστή , δηλαδή μία χάλκινη πινακίδα όπου ήταν χαραγμένο το όνομα του Ηλιαστή, του πατέρα του και του δήμου του, καθώς επίσης και ένα από τα δέκα πρώτα γράμματα του αλφαβήτου Α-Κ αντιπροσωπευτικό του τμήματος της φυλής που ανήκει ο ηλιαστής. Οι εξακόσιοι ηλιαστές διαιρούνται σε δέκα τμήματα , από εξήντα το καθένα, ενώ πάντοτε οι υποθέσεις εκδικάζονταν από τμήματα μονού αριθμού ηλιαστών για να αποφευχθεί η περίπτωση ισοψηφίας (501, 1001, 2001). Η επιλογή των ηλιαστών με κλήρωση , αποτελούσε μία διαδικασία που αποσκοπούσε στη διασφάλιση της αμεροληψίας της δικαιοσύνης και τον περιορισμό ή την εξάλειψη φαινομένων δωροδοκίας και μηχανορραφιών των διαδίκων με τα μέλη του δικαστικού τμήματος που θα τους έκρινε , αφού δεν γνώριζαν εκ προοιμίου τη σύνθεση του δικαστηρίου. Η Ηλιαία δε μπορούσε να συγκληθεί τις ημέρες της συνεδρίασης της Εκκλησίας του Δήμου, -οι Ηλιαστές ήταν συγχρόνως και μέλη της Εκκλησίας του Δήμου-, όταν συνέτρεχαν θρησκευτικοί λόγοι , τις γιορτάσιμες ή τις «αποφράδες» ημέρες. Μία δίκη διαρκούσε κατά κανόνα μία, εκτός αν ένα απρόοπτο γεγονός επιβράδυνε τη διαδικασία, ενώ το δικαστήριο είχε το δικαίωμα να περιορίσει το χρόνο της αγόρευσης των διαδίκων και γι’ αυτό το λόγο χρησιμοποιούνταν η κλεψύδρα ή το ρολόι με νερό.
Στην αρχή της συνεδρίασης , γίνεται από το Γραμματέα η ανάγνωση του κατηγορητηρίου και της έγγραφης απάντησης της υπεράσπισης που είναι ενσωματωμένη στη δικογραφία. Στη συνέχεια ο Πρόεδρος δίνει διαδοχικά το λόγο στους διαδίκους, στον κατήγορο και την υπεράσπιση . Όλοι οι πολίτες που ήταν κατηγορούμενοι σε μια δίκη όφειλαν να μιλήσουν αυτοπροσώπως , ή αν έκριναν πως αδυνατούσαν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της περίστασης ανέθεταν τη σύνθεση ενός απολογητικού λόγου σε έναν επαγγελματία λογογράφο, τον αποστήθιζαν και τον απήγγελαν ή μπορούσαν να ζητήσουν άδεια από το δικαστήριο να εκφωνήσει το λόγο ένας εύγλωττος φίλος τους (συνήγορος), που δεν ήταν δικηγόρος εξ’ επαγγέλματος και δε θα λάμβανε αμοιβή. Οι ανήλικοι Αθηναίοι , οι γυναίκες, οι μέτοικοι , οι δούλοι και οι απελεύθεροι αντιπροσωπεύονταν από τον νόμιμο κηδεμόνα , τον προστάτη ή τον εργοδότη τους. Μετά το πέρας των αγορεύσεων , ο κήρυκας καλούσε τους δικαστές να ψηφήσουν , σύμφωνα με τη συνείδηση και τον όρκο που πήραν , χωρίς να μιλήσουν μεταξύ τους. Κατά τον πέμπτο αιώνα , κάθε δικαστής άφηνε ένα χαλίκι (ψήφος) ή κοχύλι σε μια από τις δύο υδρίες που περνούσαν μπροστά τους, μία αθωωτική και η άλλη καταδικαστική. Σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος αθωωνόταν και ο κατήγορος δεν έπαιρνε το 1/5 των ψήφων, καταδικαζόταν σε πληρωμή ενός προστίμου ή σε στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων (ατιμία). Οι αποφάσεις της Ηλιαίας δεν εφεσιβάλλονταν , οπότε το κύρος της έπρεπε να νομιμοποιηθεί στη λαϊκή κυριαρχία , στη συμμετοχή όσο το δυνατόν μεγαλύτερης μερίδας πολιτών στη δικαστική εξουσία. Έτσι, κατά την προανακριτική διαδικασία, οι δούλοι υφίσταντο βασανιστήρια ,(μαστίγωμα, τροχός, μάγγανο) αλλιώς οι μαρτυρικές καταθέσεις τους στερούνταν εγκυρότητας.
Οι επιβαλλόμενες ποινές διαφέρουν ανάλογα με την κοινωνική θέση του κατηγορούμενου . Οι χρηματικές ποινές είναι πρόστιμο, αποζημίωση για βλάβη που έκανε αυτός που καταδικαζόταν , η δήμευση ενός μέρους της ή και ολόκληρης της περιουσίας. Άλλες βαρύτερες ποινές ήταν εξορία για ένα διάστημα (φυγή),ή μόνιμη(αειφυγία) ή στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων (ατιμία)η φυλάκιση (Οι Αθηναίοι πολίτες δεν φυλακίζονταν , εκτός αν ήταν καταδικασμένοι σε θάνατο), η μαστίγωση στον τροχό , το σημάδεμα με αναμμένο σίδερο , και ο σιδερένιος κρίκος. Αυτές οι ποινές επιβάλλονταν στους δούλους. Υπήρχαν και ατιμωτικές ποινές , π.χ απαγόρευαν σε μοιχαλίδες να φοράνε κοσμήματα και να μπαίνουν στους ναούς, καταριούνταν εκείνους που είχαν προβεί σε ιερόσυλες πράξεις ή ήταν φυγόδικοι έγραφαν ατιμωτικές επιγραφές σε στήλες ή απαγόρευαν τον ενταφιασμό.
Θανατική Καταδίκη: Η εκτέλεση της θανατικής ποινής γινόταν έξω από την πόλη, κοντά στα Μακρά Τείχη της βόρειας πλευράς ανάμεσα στην Αθήνα και τον Πειραιά. Ο τρόπος θανάτωσης ονομαζόταν «αποτυμπανισμός» και εν ολίγοις περιελάμβανε τη στερέωση του γυμνού σώματος του καταδικασμένου σε μια σανίδα μπηγμένη στη γη , ενώ σιδερένιοι χαλκάδες έσφιγγαν το κεφάλι , τα χέρια και τα πόδια του. Πριν ακόμη από τον πέμπτο αιώνα, πέταγαν από ένα γκρεμό , το Βάραθρον , ένα παλιό λατομείο στη δυτική πλευρά της Ακρόπολης καταδικασμένους για ιερόσυλες πράξεις και για πολιτικά αδικήματα, όπως η θανάτωση διά λιθοβολισμού που αφορά επίσης τους προδότες και τους ιερόσυλους, αλλά εμφανίζεται και σαν μια εκτέλεση που επέβαλε ο λαός σε στιγμές αγανάκτησης.
Ο Πρόεδρος του δικαστικού τμήματος έδινε εντολή στο Γραμματέα να συντάξει την απόφαση και κατόπιν την έστελνε στους αρμόδιους για την εκτέλεσή της άρχοντες, στους Ένδεκα, που ήταν διευθυντές των δεσμοφυλάκων και του δημίου, ή στους πράκτορας, εκείνους που εισέπρατταν τα πρόστιμα, ή στους πωλητάς , υπεύθυνοι για την πώληση των δημευμένων περιουσιών σε πλειστηριασμούς. Μετά τη δημοπρασία αποδιδόταν στον κατήγορο η αποζημίωση που του αναλογούσε και στους φύλακες του θησαυρού της Αθήνας η δεκάτη. Πολίτες αλλά και ξένοι , είχαν την επιλογή να αποφύγουν τη χρηματική ποινή που τους είχε επιβληθεί αν αυτοεξορίζονταν από τα όρια της αθηναϊκής πόλης-κράτους.
Η δικομανία των Αθηναίων αποτελεί αντικείμενο αιχμηρής επίθεσης από τον Αριστοφάνη, αλλά και η εξάρτηση των δικαστών από τους πολιτικούς, ειδικά μέσω της μισθοδοσίας τους, η οποία δεν τους επέτρεπε να λαμβάνουν αμερόληπτες αποφάσεις. Δεν ήταν μόνο το οικονομικό όφελος που παρακινούσε τους δικαστές να δικάζουν διαρκώς. Ήταν και το κύρος που τους προσέδιδε αυτή η λειτουργία, οι κολακείες των κατηγορούμενων και των συνηγόρων τους, η ευνοϊκή συμπεριφορά των πολιτικών απέναντί τους, η γνώση ότι είχαν στα χέρια τους τις τύχες των συμπολιτών τους.
Β Μέρος
Στο Β’ μέρος η καταλογογράφηση των σχετικών με το δικαστικό λειτούργημα επαγγελμάτων που συναντούμε στο Αριστοφανικό Σύμπαν μας δίνουν ίχνη που συνθέτουν αδρομερώς την εικόνα του δικαστικού συστήματος της αρχαίας Αθήνας. Ας δούμε τα επαγγέλματα:
Δικαστής
Όπως διαπιστώνεται από τους Ιππής (στ. 51) οι δικαστές προέρχονταν από τον λαό και αμείβονταν για τις υπηρεσίες τους. Μάλιστα μια καλή αύξηση στην αποζημίωσή τους είχε επιτύχει ο Κλέων, την οποία ανέβασε στους τρεις οβολούς, κίνηση που υπαινικτικά παρουσιάζεται ως δόλια, αφού σκοπό ήταν η επιρροή του επί των αποφάσεών τους. Όταν αργότερα ο Κλέων βρίσκεται σε δύσκολη θέση, απευθύνεται στους δικαστές της Ηλιαίας και τους υπενθυμίζει τον μισθό που χαίρονται χάρη σε εκείνον, τονίζει μάλιστα ότι ξελαρυγγιάζεται στην Εκκλησία του Δήμου ώστε να καταφέρνει να τους συντηρεί (στ. 255-257).
Δεν λείπουν αναφορές σε στοιχεία του χαρακτήρα των δικαστών, όπως όταν στην Ειρήνη (στ. 349) μαθαίνουμε ότι ήταν αυστηροί, με δύσκολη και κακότροπη συμπεριφορά. Στην προκειμένη περίπτωση τα χαρακτηριστικά αυτά αποδίδονται ως στοιχεία του χαρακτήρα του Χορού, ο οποίος όμως φαίνεται ότι δεν πρόκειται πλέον να τα υιοθετήσει.
Στους Σφήκες, όπου δίνεται η ευκαιρία στον Αριστοφάνη να αναφερθεί επισταμένως στο επάγγελμα του δικαστή, ο κεντρικός ήρωας παρουσιάζεται ως φιλόδικός, με τον όρο φιληλιαστής, δηλαδή αγαπών τις διαδικασίες του λαϊκού δικαστηρίου της Ηλιαίας. Η συνήθεια της εκδίκασης υποθέσεων έχει εμποτίσει τον Φιλοκλέωνα, που ακόμα και όταν κοιμάτα κάνει χειρονομίες οι οποίες παραπέμπουν στο πρωτόκολλο της δίκης. Στην κακοτροπία του χαρακτήρα του οφειλόταν μάλιστα ότι όριζε αυστηρότατες ποινές για τους κατηγορούμενους (στ. 85-113). Ο γέροντας ηλιαστής έκανε το παν ώστε να βρίσκεται στο δικαστήριο, δραπετεύοντας τη νύχτα από το σπίτι με κάθε τρόπο ώστε το πρωί να βρίσκεται στη θέση του. Μάταια προσπαθούσαν ο γιος και οι δούλοι του να τον περιορίσουν με ημίμετρα, έως ότου υποχρεώθηκαν να καταστήσουν το σπίτι ένα πραγματικό οχυρό, περιφραγμένο και φυλασσόμενο από τους δούλους, ενώ ο ίδιος ο γιος του κοιμόταν στην οροφή της κατοικίας για να μην δραπετεύσει ο πατέρας του από την ταράτσα (στ. 120-135).
Επίσης από τους Σφήκες μαθαίνουμε για μια ακόμα φορά για τη στενή σχέση των δικαστών με τον Κλέωνα, με επανάληψη της αναφοράς στην αύξηση του μισθού τους σε τρεις οβολούς ανά ημέρα δίκης, ο δε χορός δικαστών τον αποκαλεί κηδεμόνα (στ. 242). Ο μισθός ήταν πολύ σημαντικός για τους δικαστές της Ηλιαίας αφού αποτελούσε ικανό βοήθημα για να αγορασθούν φαγητό και καυσόξυλα (στ. 300-301). Η σημασία του είχε τόσο γίνει κατανοητή ώστε οι δικαστές εξέφραζαν και τον φόβο μήπως ο άρχων δεν καλέσει δικαστήριο, στερώντας τους την αμοιβή (στ. 303-305). Ο Αριστοφάνης έχει μάλιστα συνδέσει τις δικαστικές αποφάσεις με την πρόκληση κακού στους κατηγορούμενους, διότι δύο φορές μέσα σε λίγους στίχους αναφέρεται από τον Φιλοκλέωνα ότι ο γιος του δεν τον αφήνει να δικάζει και να κάνει έτσι κακό (στ. 322 και 340). Και φαίνεται ότι είχαν μια συντεχνιακή αλληλεγγύη μεταξύ τους, διότι όπως λένε χαρακτηριστικά, οι δικαστές είναι έτοιμοι να δηλητηριάσουν με το κεντρί τους σαν σφήκες όποιον πειράξει κάποιον από το συνάφι τους (στ. 404-405).
Η δικομανία είχε φτάσει στην Αθήνα σε τέτοιο σημείο ώστε όσοι ζητούσαν τον περιορισμό της έφταναν να κατηγορούνται ως αντιδημοκράτες και επιθυμούντες να εγκαθιδρύσουν την τυραννία (στ. 486-507). Και δεν πρόσφερε μόνο οικονομικά οφέλη αλλά και ψυχολογικά πλεονεκτήματα. Ο Φιλοκλέων αισθανόταν ισχύ όταν τον εκλιπαρούσε ο κάθε απατεώνας για ευνοϊκή κρίση και αυτή θεωρούσε ότι είναι στην ουσία η δύναμή του (στ. 547-558). Και ενώ ομολογεί ότι από τις παρακλήσεις καταπραϋνόταν ο θυμός του, όταν εισερχόταν στον χώρο του δικαστηρίου, δεν κρατούσε στο τέλος τις υποσχέσεις που είχε δώσει, όσες κολακείες και αν άκουσε. Ή παραμύθια και φαντασιώσεις των κατηγορούμενων, ακόμα και μύθους του Αισώπου που επιστρατεύουν ώστε να πείσουν για το δίκιο τους. Ίσως η μόνη στιγμή που οι δικαστές ξέσφιγγαν λίγο τα σχοινιά της οργής τους είναι όταν οι κατηγορούμενοι έφερναν στο δικαστήριο τα παιδιά τους για να τους εκλιπαρήσουν (στ. 560-575). Και βέβαια οι δικαστές είχαν την ισχύ να λαμβάνουν αποφάσεις οι οποίες μπορούσαν να είναι αυθαίρετες και να στηρίζονται σε υστερόβουλα ή υποκειμενικά κριτήρια (στ. 585-587).
Η σχέση τους με την εξουσία βασιζόταν μεταξύ άλλων και στην εξής συνήθεια: όταν ένα θέμα δεν γινόταν να οδηγηθεί σε απόφαση από τη βουλή και τον δήμο, παραπεμπόταν στους δικαστές ώστε να αποφασίσουν. Έτσι ο Κλέων τα είχε καλά μαζί τους, τους καλόπιανε, τους έδιωχνε ως και τις μύγες. Ένας άλλος, χαμερπής κόλακας, τους καθάριζε τα υποδήματα (στ. 590-602). Ακόμα και στο σπίτι τους τα οικογενειακά μέλη τους καλόπιαναν με κάθε τρόπο όταν πληρώνονταν τον μισθό τους (στ. 605-615).
Βεβαίως οι ίδιοι οι δικαστές της Ηλιαίας στους Σφήκες επιχειρούν να δείξουν ότι το δικαστικό αξίωμα το οποίο έχουν αναλάβει είναι μια μεγάλη τιμή την οποία κέρδισαν ως μαραθωνομάχοι, νίκη που οδήγησε και στην επιβολή φορολόγησης στους συμμάχους στη συνέχεια για λόγους ασφαλείας από τους Πέρσες. Δεν αρνούνται ωστόσο ότι οι υπερβολικές πιέσεις των πολιτικών επέφεραν εντέλει κάποια υποχώρηση του σθένους τους (στ. 1286-1290). Αναγνωρίζουν ότι τσιμπολογώντας όλον τον κόσμο καταφέρνουν να εξασφαλίζουν τα προς το ζην, αλλά όσα επιτυγχάνουν στηρίζονται στον διαρκή μόχθο τους και στις συνεχείς δίκες στις οποίες συμμετέχουν. Τους ίδιους φόρους ασφαλώς κάποιοι άλλοι τους καρπώνονται χωρίς να κοπιάζουν στο παραμικρό. Πρόκειται για άλλους δικαστές οι οποίοι δεν χρησιμοποιούν το κεντρί τους, και δεν είναι μόνο ότι πλέον φέρονται με αβρότητα στους πάντες αλλά και ότι ποτέ δεν έπιασαν τα όπλα ώστε να υπερασπισθούν την Αθήνα. Αυτοί λοιπόν θα έπρεπε να στερούνται το τριώβολο (στ. 1160-1121). Το τριώβολο δεν είχε καταργηθεί ούτε στις αρχές του 4ου αιώνα, όταν γράφονταν οι Εκκλησιάζουσες, διότι αναφέρεται στον στ. 293 ότι ο θεσμοθέτης δεν πρόκειται να δώσει τον προκαθορισμένο ημερήσιο μισθό σε όσους δεν φτάσουν στις θέσεις τους στην Εκκλησία του Δήμου εγκαίρως. Εδώ βεβαίως δεν πρόκειται για δίκη αλλά για συνέλευση (στ. 290-293). Μάλιστα αναφέρεται ότι προ της αύξησης της ημερήσιας αποζημίωσης σε τρεις οβολούς από έναν, υπήρχε πολύ μεγάλη απροθυμία συμμετοχής, πράγμα που τερματίσθηκε με την αύξηση (στ. 301-303). Πρέπει να σημειωθεί ότι η αμοιβή αυτή, το τελικό ύψος της οποίας υπήρξε κάποια στιγμή ίδιο για τους δικαστές της Ηλιαίας και τους Εκκλησιαστές, δεν αυξήθηκε από την ίδια βάση. Των δικαστών ο μισθός ήταν δύο οβολοί έως την αύξησή του από τον Κλέωνα στους τρεις, ενώ των συμμετεχόντων στη συνέλευση του λαού ένας.
Λίγες εικόνες από την πρακτική της άσκησης του δικαστικού επαγγέλματος ήταν οι εξής: Η ποινή καθοριζόταν από το μήκος της γραμμής επάνω σε μια κέρινη πλάκα (Σφήκες, στ. 848). Η μικρή γραμμή σήμαινε αθώωση, ενώ η μεγάλη καταδίκη. Επίσης οι δικαστές αριθμούσαν τις ψήφους της απόφασης επάνω σε έναν λίθο (Σφήκες, στ. 332-333).
Ο Αριστοφάνης, εκτός από τις σκόρπιες αναφορές του, αφιέρωσε μια ολόκληρη κωμωδία, όπως είδαμε, τους Σφήκες, στη διακωμώδηση του δικαστικού αξιώματος και κυρίως της αθηναϊκής δικομανίας, διότι είχε ως πρώτο σκοπό του πιθανότατα να καυτηριάσει τον εκμαυλισμό της δικαιοσύνης και όχι την επίθεση σε νόμους και δικαστές. Θέλησε να εναντιωθεί στην αποχαύνωση των Αθηναίων, η κενοδοξία των οποίων αγαλλίαζε με το «δικαστικό οφίτσιο» και η φιλοχρηματία τους παρακινείτο από το τριώβολο του μεροκάματου. Να εναντιωθεί σε αυτούς που ενώ δεν προτιμούσαν τον Άδικο Λόγο, δεν βρίσκονταν σε θέση να τον διακρίνουν από τον Δίκαιο. Έξι χιλιάδες Ηλιαστές αποτέλεσαν το πανίσχυρο όπλο του αρχιδημαγωγού Κλέωνα και αυτό ο Αριστοφάνης θέλησε να το καταστήσει φανερό στους συμπολίτες του, κρούοντάς τους τον κώδωνα του κινδύνου..
Γραμματεύς
Στα δικαστήρια τις αποφάσεις καθαρόγραφαν γραμματείς (Νεφέλαι, στ. 770).
Συνήγορος
Ο συνήγορος, που στους Σφήκες (στ. 691), δεν περιγράφεται τι ακριβώς κάνει, πληρωνόταν μία δραχμή στις δίκες, δηλαδή με τον διπλάσιο μισθό από όσον εξασφάλιζαν οι δικαστές της Ηλιαίας. Προφανώς ο αντίδικος του συνηγόρου καλείτο συνεργός (δεν αναφέρεται στην κωμωδία αλλά στη μετάφρασή της) και όπως φαίνεται συχνά τα έκανε πλακάκια με τον συνήγορο ώστε να οδηγούνται σε συμβιβαστικές λύσεις