You are currently viewing Βακχανάλια ή Βακχική Γιορτή: Οι Άνδριοι. Tiziano και Ευριπίδης.

Βακχανάλια ή Βακχική Γιορτή: Οι Άνδριοι. Tiziano και Ευριπίδης.

Βακχανάλια ή Βακχική Γιορτή: Οι Άνδριοι. Tiziano και Ευριπίδης.
Παραγγελιοδότης του πίνακα ήταν ο Αλφόνσο ντ’ Έστε, Δούκας της Φερράρα, απόγονος του οίκου των ’Εστε, που εγκαθίδρυσε την εξουσία του από το 1208, συνδυάζοντας τον ακραίο δεσποτισμό και τον αμοραλισμό των μελών του με την προσπάθεια αναβάθμισης της πολιτιστικής ζωής του ιταλικού κρατιδίου. Το 1516 ο Tiziano φιλοξενήθηκε στην αυλή του Αλφόνσο και μεταξύ άλλων του ανατέθηκε η διακόσμηση του δωματίου μελέτης του Δούκα, στο πρόγραμμα του οποίου εντάχθηκε η εν λόγω δημιουργία.
Ο Tiziano, εμπνέεται από το σχετικό απόσπασμα του Φιλόστρατου στο έργο του «Εικόνες» που περιγράφει την άφιξη του Διόνυσου στην Άνδρο, όπου οι κάτοικοι του νησιού τον υποδέχονται μεθυσμένοι. Το διονυσιακό επεισόδιο αποτυπώνει την ανάγκη του ατόμου και εν προκειμένω του Αλφόνσο ντ’ Έστε για μια πρόσκαιρη απόδραση από την καθημερινότητα και τις ευθύνες της δημόσιας αποστολής του. Κατά τη διάρκεια του συμποσίου, το νερό του χειμάρρου μετατρέπεται σε κρασί και οι οπαδοί του Διονύσου σε κατάσταση βακχικής έκστασης επιδίδονται στην οινοποσία, στο χορό και στις ερωτικές περιπτύξεις. Το σεξουαλικό ένστικτο και οι φυσικές ορμές του ανθρώπου ενσαρκώνονται με τη νύμφη- ακόλουθο του Διονύσου, ή κατά άλλους μελετητές, την Αφροδίτη που κοιμάται δεξιά, θέτοντας νοητά τα εσωτερικά όρια της σύνθεσης. Ο εξουθενωμένος γέρος στο βάθος του πίνακα, στην κορυφή του λόφου, λειτουργεί ως σύμβολο της παντοδυναμίας του Θεού-Διονύσου, η μέθεξη με τον οποίο αναζωογονεί τον άνθρωπο σε κάθε ηλικία, τονίζοντας παράλληλα τον εφήμερο χαρακτήρα των σαρκικών απολαύσεων. Αξίζει να σημειωθεί η προέλευση της μορφής του νεαρού άνδρα που είναι ξαπλωμένος δίπλα στη γυναίκα με την υψωμένη κούπα στο κέντρο του έργου από ένα προσχέδιο του πίνακα «Η μάχη της Κασσίνα» του Μιχαήλ Αγγέλου. Το θέμα του πίνακα ανακαλεί τη «Φιέστα των Θεών» του Giovanni Bellini(1514), δασκάλου του Tiziano,με τη διαφορά ότι ο τελευταίος προσπάθησε με την έντονη κίνηση και χειρονομία των μορφών να διαμορφώσει μια σύνθεση με περισσότερο δυναμισμό και αισθησιασμό. Η έλλειψη οπτικής επαφής των μορφών με το θεατή συμβάλλει στη συγκρότηση μίας κλειστής και αυτάρκους σύνθεσης στο πλαίσιο του αυστηρά οριοθετημένου φυσικού περιβάλλοντος από τους κάθετους άξονες των δέντρων και από την καμπύλη που ξεκινά από τα κάτω άκρα των γυμνών ανδρών στο αριστερό μέρος του πίνακα και τελειώνει στη φιγούρα του κοιμώμενου ανδρός στην κορυφή του λόφου.
Κατά πόσο απεικονίζεται στο έργο του Tiziano η φύση της Διονυσιακής λατρείας που άνθησε στις ελληνικές πόλεις-κράτη των κλασικών χρόνων; Ας επιχειρήσουμε να προβούμε σε μια ακροθιγή προσέγγιση του ερωτήματος με γνώμονα τις πληροφορίες που αντλούμε για τα θρησκευτικά δρώμενα προς τιμήν του Διονύσου από την τραγωδία Βάκχες του Ευριπίδη. Σαφώς, τα λατρευτικά επίθετα του Θεού, Δενδρίτης, Ένδενδρος, η δύναμη που ενυπάρχει στο δέντρο, Άνθιος και Κάρπιος, η ζωοδότρια εκείνη ενέργεια που προκαλεί την ανθοφορία και καρποφορία της φύσης αντίστοιχα, Φλεύς ή Φλέως η αφθονία της ζωής, υποδηλώνουν ότι ο Διόνυσος δεν ήταν, τουλάχιστον κατά αποκλειστικότητα, η θεότητα του οίνου. Στα ομηρικά έπη δεν αναφέρεται πουθενά ως τέτοια, ενώ οι μαρτυρίες για το συσχετισμό του με φυτά και ζώα, όπως το έλατο, ο κισσός, το λιοντάρι, τα αιλουροειδή ενδέχεται να είναι προγενέστερος της σύνδεσής του με το κρασί, η οποία πραγματοποιήθηκε κατά τα Αλεξανδρινά και ρωμαϊκά χρόνια. Βέβαια, στις Βάκχες του Ευριπίδη τονίζεται η ευεργετική επίδραση του κρασιού στην ψυχική υγεία του ατόμου, ενώ ο Τειρεσίας το θεωρεί ισάξιο του σίτου: «Νέε μου, δύο είναι τα μεγαλύτερα στους ανθρώπους αγαθά: Η θεά η Δήμητρα το πρώτο· είναι η γη·και κάλει την με όποιο θέλεις όνομα· αυτή τους ανθρώπους με στάρια τρέφει. Αυτός τώρα, ο γιος τη Σεμέλης ισάξιος ήρθε: του σταφυλιού το υγρό ανακάλυψε πιοτό και στους θνητούς το γνώρισε· το κρασί, που τις λύπες των ταλαίπωρων ανθρώπων γιατρεύει. Όταν απ’ το πιοτό του αμπελιού χορτάσουν και ύπνο και λησμονιά από της μέρας τα βάσανα τους δίνει, όπως κανένα άλλο για τους μόχθους φάρμακο( στίχοι 275-283).
Ο οργιαστικός χαρακτήρας της Διονυσιακής θρησκείας, ταυτίστηκε λανθασμένα με την άνευ όρων σεξουαλική απόλαυση και την οινοποσία. Το ρήμα βακχεύω, ισοδυναμεί με τη βίωση μιας θρησκευτικής εμπειρίας, εκείνης της κοινωνίας με το θείο, που μετατρέπει ένα ανθρώπινο ον σε βάκχο. Η εκστατική αυτή κατάσταση της μέθεξης με το θείο, η βακχική μανία πραγματοποιείται συχνά με τη βοήθεια του κρασιού, ως μέρους μιας θείας κοινωνίας με το Διόνυσο, όμως ασφαλώς δεν είναι απαραίτητο για την επίτευξη της επικοινωνίας με τις θεϊκές δυνάμεις. Στις Βάκχες του Ευριπίδη, οι μαινάδες δεν ήταν υπό την επήρεια του οίνου ή άλλων παραισθησιογόνων ουσιών, αλλά κάποιες έπιναν νερό ή γάλα. Βέβαια η κατάποση οίνου και η ωμοφαγία, ο διαμελισμός και η κατανάλωση ωμού κρέατος κάποιου άγριου ζώου, π.χ. ταύρου ή ελαφιού λειτουργούσε ως το σύμβολο της ένωσης με το θείο, καθώς και των πιστών μεταξύ τους, ενώ το ωμό κρέας έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης λόγω της αντίληψης ότι η ζωτική ενέργεια του θηράματος μεταφερόταν στον πιστό. Ωστόσο οι μέρες που είχαν ορισθεί για την «ωμόφαγον χάριν», θεωρούνταν αποφράδες και μαύρες, «αποφράδας» και «σκυθρωπάς». Η παρατήρηση αυτή του Πλουτάρχου αποκαλύπτει την αντιφατικότητα των συναισθημάτων των μετεχόντων σε τέτοιου είδους τελετουργικά, που συνίστανται συγχρόνως από πνευματική ανάταση και αποστροφή, ιερότητα και μιαρότητα. Ενδεχομένως σε κάποιο σημείο της η Διονυσιακή λατρεία αποδέχθηκε μια σκοτεινή και τρομακτική μορφή θείας κοινωνίας, το διαμελισμό και το φάγωμα του θεού με τη μορφή ανθρώπου, όπως θα μπορούσε να υπαινιχθεί το σκοτεινό υπόβαθρο των Βακχών με το διαμελισμό του διώκτη του Διονύσου, Πενθέα.
Άλλα βοηθητικά μέσα της επίτευξης της θείας μέθεξης είναι η ορειβασία, ή ο χορός επάνω στα βουνά, που περιγράφεται στην Πάροδο των Βακχών και στην αγγελική ρήση και αποτελώντας απήχηση ενός γυναικείου τελετουργικού που σύμφωνα με επιγραφικές μαρτυρίες πραγματοποιείτο στους Δελφούς μέχρι την εποχή του Πλουτάρχου στα μέσα του χειμώνα χρόνο παρά χρόνο. Στις Βάκχες, ο άρχοντας της πόλης των Θηβών, Κάδμος, μαζί με το μάντη Τειρεσία, παρά το προχωρημένο της ηλικίας τους ανεβαίνουν με την ενδυμασία των βακχών, (τομάρι ελαφιού, και στεφάνι από φύλλα κισσού και θύρσο) στη βουνοπλαγιά του Κιθαιρώνα για να δοξάσουν τον Διόνυσο, μετέχοντας στις οργιαστικές τελετές των μαινάδων. Πολύ σωστά λοιπόν, ο Tiziano τοποθετεί τα Βακχανάλια του στις παρυφές ενός όρους στην κορυφή του οποίου κείται κοιμισμένος ένας γέρων. Τέλος, αναφορικά με τα θαυμαστά γεγονότα που παρατηρούνται κατά τη διάρκεια των οργιαστικών τελετουργιών, στην ευριπίδεια τραγωδία, διαβάζουμε για παρόμοια περιστατικά, που σχετίζονται με τη δράση των θεόληπτων γυναικών, που χτυπούν τα βράχια και αυτά αναβλύζουν νερό, στο έδαφος δημιουργούνται πηγές κρασιού, η γη πλημμυρίζει γάλα, ενώ από τους θύρσους των βακχίδων στάζει μέλι.
Συνοψίζοντας, η εικόνα του μεθυσμένου και εύθυμου Βάκχου με την ακολουθία των Νυμφών και των Σατύρων, που βλέπουμε στις καλλιτεχνικές αποτυπώσεις της Αναγέννησης και του Μπαρόκ, αποτελεί κατάλοιπο των ρωμαϊκών πνευματικών αναζητήσεων. ο Tiziano αποτύπωσε μονάχα το κομμάτι της αμεριμνησίας και του γλεντοκοπήματος των διονυσιακών τελετουργιών, αγνοώντας τη σκοτεινή, καταστρεπτική και βίαιη πλευρά τους. Η σύνθεσή του ωστόσο αναδεικνύει τη βαθιά αγάπη και γνώση για την ελληνική γραμματεία και θρησκεία, της ουσίας του ρεύματος που αποκαλείται Αναγέννηση.
Ευριπίδου, Βάκχαι. Κριτική και ερμηνευτική έκδοση E.R. DODDS.Μετάφραση: Γ.Υ. Πετρίδου-Δ.Γ. Σπαθάρας. Εκδόσεις Καρδαμίτσα. Αθήνα 2004.
Lesky A.,Η τραγική ποίηση των αρχαίων Ελλήνων. Τόμος Β’. Ο Ευριπίδης και το τέλος του είδους. Μετάφραση: Νίκος Χουρμουζιάδης. ΜΙΕΤ. Αθήνα 2003.

Αφήστε μια απάντηση